- ὀρνιθιακά
- ὀρνιθιακόςofneut nom/voc/acc plὀρνιθιακά̱ , ὀρνιθιακόςoffem nom/voc/acc dualὀρνιθιακά̱ , ὀρνιθιακόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DIONYSIUS Periegetes — temporibus Augusti, scripsit Geographiam versibus hexametris Graecis, quae hodie exstat: quod opus ἷςτορικὸν καλοῦσιν οἱ παλαιοὶ: ut ait Eust. Schol. Idem vixisse eum ait οὐχ ὑπὸ τῶ ὑπάτων, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῶ ἀνάκτων, non sub Consulibus sed sub… … Hofmann J. Lexicon universale
ορνιθιακός — ὀρνιθιακός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πτηνά 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνιθιακά πραγματεία σχετική με τα πτηνά η οποία αποδίδεται στον Διονύσιο τον Περιηγητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + κατάλ. ιακός (πρβλ. δενδρ ιακός)] … Dictionary of Greek